- περιώμιο(ν)
- το накидка, пелерина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιώμιο(ν) — τὸ, Ν ένδυμα που καλύπτει τους ώμους, μπέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὦμος + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
περιωμίς — ίδος, ἡ, Α το περιώμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὦμος + επίθημα ίς] … Dictionary of Greek